γαγγλιακός

γαγγλιακός
η , ό[ν] мед.
1) ганглиозный; 2) относящийся к лимфатическим узлам

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γαγγλιακός" в других словарях:

  • γαγγλιακός — ή, ό αυτός που ανήκει στα γάγγλια: Γαγγλιακός πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαγγλιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα γάγγλια …   Dictionary of Greek

  • γάγγλιο — το (Α γαγγλίον) στρογγυλός ή επιμήκης μικρός όγκος σε ορισμένα σημεία των λεμφαγγείων και των νεύρων αρχ. 1. «ἀπόστημα ἄπονον ὑπὸ λευκῷ και νευρώδει χιτῶνι» απόστημα που δεν προκαλεί πόνο σκεπασμένο με λευκό χιτώνα από νεύρα 2. «νεύρου παρὰ φύσιν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»